- παρόργισμα
- -ατος τό N 3 0-3-0-0-0=3 1 Kgs 16,33; 20(21),22; 2 Chr 35,19cprovocation, cause of anger; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
παρόργισμα — τὸ, Α [παροργίζω] 1. η πρόκληση οργής 2. η αιτία τής οργής … Dictionary of Greek
παροργισμάτων — παρόργισμα provocation neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροργίσματα — παρόργισμα provocation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)